- πολυχαρίδας
- και πολυχαρείδας, ὁ, Α(μόνο στην κλητ.) ὦ πολυχαρίδα ή ὦ πολυχαρείδα(λακων. τ. δηλωτικός στοργής) φίλτατε, αγαπητέ («ὦ πολυχαρίδα, λαβὲ τὰ φυσατήρια», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύχαρις + κατάλ. -ίδας. Η γρφ. με -ει-για μετρ. λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.